Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

5.1. Η οικογένεια ως ομάδα (Παπαδιώτη, 2005)
Η συγκεκριμένη ενότητα συμβάλλει στην κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της οικογένειας και ιδιαίτερα στην κατανόηση της συμπεριφοράς των παιδιών, η οποία καθορίζεται και επηρεάζεται από τη συνολική λειτουργία της οικογένειας.

Τα μέλη της κάθε οικογένειας αποτελούν ένα ζωντανό ψυχοκοινωνικό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μεταξύ τους μια συνεχής αλληλεπίδραση. Οτιδήποτε συμβεί σε ένα μέλος επηρεάζει άμεσα και τα υπόλοιπα. Ακόμα και τα πράγματα που δε λέγονται, γίνονται αντιληπτά από τα μέλη της οικογένειας και επηρεάζουν τη συναισθηματική τους κατάσταση και τη συμπεριφορά τους. Πέρα από τις σχέσεις, το κάθε μέλος έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα μέσα στην οικογένεια. Η συμμετοχή λοιπόν του κάθε μέλους, με βάση τις ιδιαιτερότητες του είναι δεδομένη και συμβάλλει στη δυναμική λειτουργία της οικογένειας.

Οι σχέσεις των γονέων μεταξύ τους έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη διαμόρφωση του οικογενειακού κλίματος και την ομαλή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.

Με βάση τη λειτουργία της οικογένειας ως σύστημα, τα προβλήματα των παιδιών θεωρούμε ότι δεν είναι ατομική τους υπόθεση, αλλά αποτέλεσμα δυσλειτουργίας του όλου οικογενειακού πλαισίου, η διαμόρφωση του οποίου γίνεται κυρίως από τους γονείς.

Ο ρόλος του γονέα έχει δύο βασικές διαστάσεις. Η μία ορίζεται από τη συναισθηματική στάση, τα δύο άκρα της οποίας είναι η αποδοχή ή η απόρριψη προς το παιδί και η άλλη από τον τρόπο άσκησης πειθαρχίας.

Οι γονείς που αποδέχονται τα παιδιά τους είναι φιλικοί και στοργικοί μαζί τους. Αντίθετα, οι απορριπτικοί γονείς, δείχνουν λιγότερο τη στοργή τους στα παιδιά, τα αμείβουν λιγότερο, κάνουν συχνή κριτική, μεγαλοποιούν τα λάθη των παιδιών τους επικεντρώνοντας στα σφάλματα και τις ατέλειές τους. Η απόρριψη του παιδιού προκαλεί ανασφάλεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση, έλλειψη εμπιστοσύνης και οδηγεί το παιδί να βιώνει ματαίωση, θυμό και φόβο.

Σχετικά με την άσκηση πειθαρχίας, η συμβουλευτική βοηθάει τους γονείς να κατανοήσουν, ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη από όρια και κανόνες. Όταν οι γονείς αδυνατούν να επιβάλλουν όρια, τα παιδιά αναπτύσσουν διάφορα προβλήματα όπως ανασφάλεια, άγχος και επιθετικότητα.

Η διεργασία και ο τρόπος που ζητείται από το παιδί να συμμορφωθεί με τους κανόνες, έχει μεγάλη σημασία για τη συμμόρφωση του. Είναι σημαντικό να κατανοούμε τις ανάγκες του παιδιού, να ακούμε την άποψη του πριν θέσουμε τους δικούς μας όρους.

Το παιδί θέλει να προσαρμοστεί στους κανόνες, που επιβάλλουν οι γονείς, όταν υπάρχει καλή σχέση μεταξύ τους.

Το να μάθουμε τα παιδιά να αναγνωρίζουν και να εκφράζουν τα συναισθήματα τους, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας και την αντιμετώπιση προβλημάτων στην οικογένεια. Με συζήτηση για τα συναισθήματα των παιδιών, αφού πρώτα οι γονείς εκφράζονται γνήσια και ειλικρινά για τα δικά τους, διδάσκουν τα παιδιά.

Η αποδοχή από μέρους του γονέα της διαφορετικότητας του κάθε παιδιού, είναι ζήτημα διερεύνησης και προβληματισμού των ομάδων γονέων. Η μεταχείριση του παιδιού με βάση τη διαφορετικότητα, συμβάλλει αρκετά στην ενότητα των μελών της και στην ψυχική ισορροπία τους. Αντίθετα, η τάση των γονέων να αγοράζουν τα ίδια πράγματα στα παιδιά, θέλοντας να φανούν δίκαιοι, αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα των παιδιών μεταξύ τους.

Οι γονείς έχουν συχνά αμφίθυμα συναισθήματα για τα παιδιά τους, που είναι κάτι φυσικό. Αν όμως δεν τα αναγνωρίσουν και τα αποδεχτούν, μπορεί να τα προβάλλουν στα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να κάνουν διαχωρισμό ανάμεσα στο καλό και το κακό παιδί, με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις της στάσης αυτής στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών και της σχέσης των αδελφών μεταξύ τους. Η συναισθηματική ασφάλεια των γονέων για τα παιδιά τους, είναι ο σίγουρος δρόμος για να αντιμετωπίσουν με συνέπεια και σιγουριά, τα όποια προβλήματα προκύψουν από την εξελικτική πορεία τους.


5.2. Επικοινωνία – Διαπροσωπικές σχέσεις (Μαλικιώση – Λοϊζου, 2005).
Κάθε άνθρωπος επιθυμεί να ανήκει και να αισθάνεται την αξία του μέσα σε μια ομάδα. Το παιδί που ανατρέφεται με τρόπο να αισθάνεται την αξία του μέσα στην οικογένεια, θα αποκτήσει μια αίσθηση του ευ ζην και θα συμπεριφέρεται σύμφωνα με κοινωνικά αποδεκτούς κανόνες.

Στην εποχή μας, μια σημαντική πηγή από την οποία απορρέουν πολλά από τα προβλήματα που αναφέρουν οι γονείς στις σχέσεις τους, ιδιαίτερα με τα παιδιά που βρίσκονται στην εφηβεία, πηγάζουν από τις ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές, που απαιτούν συχνά αναζήτηση νέων λύσεων για τα ανθρώπινα προβλήματα και έχουν να κάνουν με την έλλειψη επικοινωνίας, τη σύγκρουση με τα οικογενειακά ιδεώδη, την τάση των παιδιών για ανεξαρτητοποίηση, συγκρούσεις των συζύγων σε θέματα αντιμετώπισης των παιδιών κ.ά.

Οι γονείς θα πρέπει να μπορούν να κατανοήσουν το παιδί και τους στόχους της συμπεριφοράς του, για να μπορέσουν να το βοηθήσουν και να το καθοδηγήσουν, ώστε να γίνει ευτυχισμένο και καλά προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της κοινωνίας.

Οι διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν το «κλειδί» για την προσωπική μας ανάπτυξη και ταυτότητα, την επιτυχή αντιμετώπιση αγχογόνων καταστάσεων, την αυτοπραγμάτωση και τον ανθρωπισμό μας. Για να είναι προετοιμασμένοι οι γονείς να αντιμετωπίσουν μια τέτοια πορεία, θα πρέπει πέρα από τη γνώση κάποιων τρόπων προσέγγισης, να είναι σε επαφή με τον εαυτό τους, να γνωρίζουν τα ελαττώματα και προτερήματα τους. Η ευαισθητοποίηση των γονέων στα θέματα των παιδιών τους και την καλύτερη διαχείριση τους, απαιτεί και τη δική τους αυτογνωσία.

Τι σημαίνει όμως σωστή, αποτελεσματική επικοινωνία και πως επιτελείται; Σωστή επικοινωνία σημαίνει ότι ακούμε το μήνυμα του παιδιού και το ερμηνεύουμε, έτσι όπως εκείνο το εννοούσε. Όταν η διαπροσωπική αλληλεπίδραση ακολουθεί κάποιους κανόνες, επιτυγχάνεται η αποτελεσματική επικοινωνία. Η αλληλεπίδραση στηρίζεται στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη συμπεριφορά και τις πράξεις του παιδιού, την απόφαση μας για το πώς θα αντιδράσουμε και θα δράσουμε σε αυτές και τον τρόπο με τον οποίο θα αντιληφθούμε την αντίδραση του παιδιού στις δικές μας ενέργειες. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται σε κάθε είδος διαπροσωπικής αλληλεπίδρασης και παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι άνθρωποι χτίζουν και διατηρούν σχέσεις. Η έλλειψη αποτελεσματικής επικοινωνίας δημιουργεί σύγχυση, δυσαρέσκεια, άγχος, μοναξιά και αποξένωση.

Οι καλές σχέσεις επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια βοηθούν τα παιδιά:
Να βελτιώσουν τις σχέσεις τους και με άλλα πρόσωπα.
Να δίνουν μόνοι τους λύσεις στα προβλήματά τους, ώστε σιγά-σιγά να αυτονομούνται.
Να αυξάνουν την αυτοεκτίμηση τους.
Να γίνουν άνθρωποι υπεύθυνοι, με σαφείς προσανατολισμούς και στόχους.


5.3. Εξέλιξη και ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου ( Νόβα – Καλτσούνη, 2005).
Ανέκαθεν ο ρόλος των γονιών είναι να υποστηρίξουν και να συνοδεύσουν το παιδί στο μεγάλο του ταξίδι προς την ωρίμανση και την αυτονομία. Αυτόν το ρόλο οι γονείς τον έφερναν σε πέρας χωρίς συμβουλές «ειδικών», χωρίς «ειδικά σεμινάρια». Ότι ήταν χρήσιμο για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους το αντλούσαν ανατρέχοντας στην εμπειρία των δικών τους παιδικών χρόνων ή στη «γνώση» των μεγαλυτέρων.

Η σημερινή κοινωνία, σε αντίθεση με τις παλιότερες εποχές, μεταβάλλεται με ταχύτατους ρυθμούς. Οι αξίες και τα πρότυπα συμπεριφοράς αλλάζουν γρήγορα και οι δρόμοι κοινωνικής ένταξης γίνονται όλο και περισσότερο δυσδιάκριτοι. Σ’ αυτό το δύσκολο δρόμο, το παιδί και ο νέος άνθρωπoς χρειάζονται γερά στηρίγματα. Χρειάζονται γονείς που θα τους δώσουν ρίζες και φτερά.

Στόχος αυτής της ενότητας μέσω της συμβουλευτικής, είναι να βοηθήσει τους γονείς να κατανοήσουν, τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει κάθε στάδιο ανάπτυξης του παιδιού και να προτείνει μεθόδους για την καλύτερη αντιμετώπιση των θεμάτων που συνδέονται με τη διαπαιδαγώγησή του.

Οι πιο σημαντικές συναλλαγές στα πρώτα στάδια εξέλιξης του παιδιού είναι εκείνες που αναπτύσσονται με τους γονείς, ιδιαίτερα με τη μητέρα. Ο αρχικός δεσμός μητέρας και μωρού παρέχει τη βάση για την εγκαθίδρυση ενός «συναισθηματικού δεσμού» (Bowlby, 1969), η φύση του οποίου επηρεάζει τις μελλοντικές σχέσεις του παιδιού.

Έπειτα οι σχέσεις αυτές αναπτύσσονται και με τα άλλα πρόσωπα που το φροντίζουν. Οι συναλλαγές αυτές είναι στην αρχή ασυντόνιστες, αποκτούν όμως πολύ γρήγορα μια κανονικότητα, που βοηθάει στην προσαρμογή και τη δημιουργία ενός πλαισίου, που είναι καθοριστικό για τη μετέπειτα ανάπτυξη του παιδιού.

Στην ηλικία των δύο χρόνων το παιδί έχει κατακτήσει πλέον την ικανότητα για ενεργό συμμετοχή στα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Μέσα από την εμπειρία που θα αποκτήσει από αυτή τη συμμετοχή, θα συνθέσει σιγά-σιγά αυτό που αποκαλείται προσωπικότητα και θα αποκτήσει την κοινωνική του ταυτότητα.

Η μέση παιδική ηλικία χαρακτηρίζεται από αλλαγές που συντελούνται στη βιολογική, γνωστική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Οι διεργασίες της σκέψης σ’ αυτό το στάδιο γίνονται πιο λογικές και χαρακτηρίζονται από συνέπεια και σκοπιμότητα.

Η συμμετοχή σε ομάδες συνομηλίκων, στη μέση παιδική ηλικία, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της. Για πρώτη φορά σ’ αυτή την ηλικία, τα παιδιά πρέπει να βρουν τη θέση τους σε μια ομάδα σχετικά ίσων και να διαπραγματευτούν χωρίς την παρέμβαση των ενηλίκων.

Η εφηβεία είναι μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από σημαντικές βιοσωματικές, γνωστικές και συναισθηματικές αλλαγές. Είναι η περίοδος αναζήτησης νέων ρόλων στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου. Ο έφηβος ψάχνει να βρει απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι». Παράλληλα μπαίνει στη διαδικασία αυτό-ανακάλυψης και αυτονόμησης, του προσδιορισμού της ίδιας του της ζωής. Η ανάγκη αυτή κάνει τη σχέση του εφήβου με τον εαυτό του και το περιβάλλον του συγκρουσιακή. Στην προσπάθεια της αυτονόμησης ο έφηβος πειραματίζεται, μαθαίνει να συναλλάσσεται, δοκιμάζει πρότυπα συμπεριφοράς, μαθαίνει να διακρίνει ποια στοιχεία της προσωπικότητάς του είναι αποδεκτά και ποια όχι, πως τον βλέπουν οι άλλοι. Σ’ αυτή τη φάση πειραματισμού, ο έφηβος χρειάζεται στηρίγματα και καθοδήγηση.

Σημαντικά στηρίγματα αποτελούν οι ενήλικες και ειδικότερα οι γονείς, οι οποίοι μπορούν και πρέπει να δημιουργήσουν μαζί του μια σχέση «θετική». Μια σχέση δηλαδή, η οποία θα ενθαρρύνει και θα υποστηρίξει τον έφηβο στην πορεία του προς τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιάθεση και θα τον προφυλάξει από διάφορες μορφές παρεκκλίσεων και ανορθολογικών συγκρούσεων.


5.4. Σχέση οικογένειας και σχολείου (Α. Παπαστυλιανού, 2005).
Η πρώτη μέρα στο σχολείο είναι για το παιδί ένας σημαντικός σταθμός στη ζωή του. Ένας μακρύς δρόμος ανοίγεται μπροστά του, που αφορά τη διαδικασία της εκπαίδευσης. Μοιάζει με αποχωρισμό που σημαδεύεται όμως από ένα καινούργιο ξεκίνημα για το παιδί στο ταξίδι της γνώσης.

Οι καλοπροαίρετες προσδοκίες των γονέων, λαμβάνουν ως δεδομένες τις ικανότητες, δεξιότητες, διάθεση, ζήλο και κίνητρα από την πλευρά του παιδιού και άλλο τόσο από την πλευρά του δασκάλου.

Η επιθυμία των γονέων να ευοδωθεί αυτό το ταξίδι με μια πετυχημένη κατάληξη, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι απαιτήσεις τους από τα παιδιά, να ανταποκριθούν όσο το δυνατό καλύτερα, και από τους εκπαιδευτικούς να τα καθοδηγήσουν όσο το δυνατό πιο επιτυχημένα.

Και αν τα καθησυχάζουν στην αγωνία τους για τον πρώτο αυτό αποχωρισμό, καθώς και τον εαυτό τους, είναι γιατί πιστεύουν, ότι οι εκπαιδευτικοί ως «ειδικοί ενήλικες» θα τους φερθούν όπως και οι ίδιοι.

Το σχολείο και η οικογένεια είναι δύο συστήματα με κοινό τόπο, το ενδιαφέρον τους για το παιδί.

Το σύστημα της οικογένειας, και οι σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης των μελών που την αποτελούν, καθώς και το σύστημα του σχολείου, εκπαιδευτικοί, μαθητές, διευθυντής και οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως, η ιεραρχική οργάνωση, οι κανόνες, αξίες και κοινωνική αποδοχή. Φτάνουν όμως αυτά, για να πάνε όλα καλά ; Για παράδειγμα, οι κανόνες και οι αξίες είναι σαφείς και στα δύο συστήματα ή διχάζουν το παιδί (Dowling,2001) ; Και αν πραγματικά συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε το παιδί ενδεχομένως θα παρουσιάσει δυσκολίες, οι οποίες όσο πιο έγκαιρα αναγνωριστούν, τόσο καλύτερα θα αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο συνεργασίας.

Έτσι, παρά τα κοινά χαρακτηριστικά της οικογένειας και του σχολείου και το κοινό ενδιαφέρον για το παιδί, οι προσπάθειες δεν τελεσφορούν πάντα. Παρ’ ότι οι γονείς το καθοδηγούν όπως πιστεύουν καλύτερα, το παιδί ως ο άμεσος αποδέκτης είναι ένα ανεξάρτητο άτομο με τις δικές του δεξιότητες, ικανότητες, δυνατότητες, κίνητρα και διαθέσεις στο δρόμο της γνώσης. Όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν όσο καλά θα ήθελαν οι γονείς, συχνά παίρνουν στάση αντιπαράθεσης προς τους εκπαιδευτικούς και ενοχοποιούν οι μεν τους δε για τις χαμηλές επιδόσεις ή τα προβλήματα συμπεριφοράς που παρουσιάζει το παιδί.

Ενώ λοιπόν οι προσδοκίες γονέων και εκπαιδευτικών είναι ιδιαίτερα υψηλές, συχνά φαίνεται να αγνοούν ή να μη λαμβάνουν υπόψη τους τις προσωπικές δυνατότητες και επιθυμίες του ίδιου του παιδιού. Ο σεβασμός στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες κάθε παιδιού αποτελεί το πρώτο βήμα αναγνώρισης του «εδάφους» πάνω στο οποίο γονείς και εκπαιδευτικοί θα μπορέσουν να καλλιεργήσουν δεξιότητες, γνώσεις και να αφήσουν να αναπτυχθούν εμπειρίες. Η αναγνώριση αυτή ωστόσο απαιτεί τη συνεργασία γονέων, εκπαιδευτικών και ειδικών. Στο πλαίσιο αυτό, οι γονείς απαιτείται να συνομολογούν σε μια κατά βάση έστω συμφωνία αξιών, στόχων και μεθόδων με το σχολείο, που συνεπάγεται συνεργασία με τακτική επικοινωνία και ενεργή εμπλοκή τους.

Η επικοινωνία και γονεϊκή εμπλοκή στην εκπαιδευτική διαδικασία συμβάλλει καθοριστικά στην καλή προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο, την ικανοποιητική απόδοση-επίδοση και τη συνολική προσωπική-κοινωνική του ανάπτυξη.

Η «γονεϊκή εμπλοκή» αναφέρεται στη συμμετοχή των γονέων στη σχολική διαδικασία. Αυτό μπορεί να αφορά την απλή επίσκεψη στο σχολείο, την προσπάθεια να προβάλλουν στα παιδιά τους τις προσδοκίες τους ή το να εποπτεύουν την καθημερινή σχολική εργασία στο σπίτι. Έχει παρατηρηθεί σε έρευνες ότι η γονεϊκή εμπλοκή συσχετίζεται θετικά με τη σχολική επίδοση του παιδιού. Ωστόσο, ένα πλήθος παραγόντων όπως το κοινωνικο-μορφωτικό επίπεδο των γονέων, οι προσδοκίες και οι στάσεις τους, η ηλικία, το φύλο, η νοημοσύνη του παιδιού κ.ά. παίζουν σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα της γονεϊκής εμπλοκής. Σημαντικό ρόλο επίσης, παίζουν και οι συνολικότερες αξίες μιας κοινωνίας και ο βαθμός που η κοινωνία τείνει να αποδίδει την αποτυχία γενικά σε εξωτερικούς παράγοντες (όπως η τύχη) ή σε εσωτερικούς παράγοντες (όπως η προσωπική προσπάθεια).

Στο πλαίσιο της συμβουλευτικής γονέων, η επιλογή των ενοτήτων που αφορούν την εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες, σε συνδυασμό με άλλες πρωτοβουλίες (ατομικές) που σχετίζονται με εκπαίδευση των γονέων στη διαχείριση συγκρούσεων και προβλημάτων, συμπληρώνουν και ενισχύουν τις άμεσες παρεμβάσεις σε παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς και ιδιαίτερα σε «επιθετικά» παιδιά και εφήβους και στοχεύουν :
στην ενίσχυση και διαμόρφωση της θετικής, κοινωνικής συμπεριφοράς
στη μάθηση και χρήση διαδικασιών μη σωματικής τιμωρίας-πειθαρχίας
σε τεχνικές αυτό-διαχείρισης του θυμού
στην εκμάθηση εναλλακτικών ευέλικτων συμπεριφορών
στην έγκαιρη αναγνώριση προβληματικής συμπεριφοράς
στην ανάπτυξη θετικών προτύπων (π.χ. για τη μη χρήση ουσιών)
στη στήριξη των παιδιών σε προσωπικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν

Επίσης, αξιοσημείωτα ήταν τα αποτελέσματα, από την εφαρμογή ενός Πιλοτικού προγράμματος σχολών γονέων στο Δήμο Περάματος για την προώθηση της συνεργασίας Σχολείου – Οικογένειας – Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Η πρωτοβουλία για την οργάνωση του προγράμματος του Ανοιχτού Σχολείου στο Πέραμα Αττικής ανήκει στην ευαισθητοποιημένη τοπική αρχή (με δήμαρχο τον κύριο Πατσιλινάκο), η οποία από το 1994 θεσμοθέτησε το παιδαγωγικό πιλοτικό πρόγραμμα, όπου το σχολείο είναι ανοιχτό για όλους, ακόμα και το απόγευμα, για επιμορφωτικά, πολιτιστικά, αθλητικά και ψυχαγωγικά προγράμματα, με αίθουσες για παιδιά, νέους, γονείς και εκπαιδευτικούς. Στην πρωϊνή και απογευματινή βάρδια λειτουργούσε συμβουλευτική υπηρεσία (από ψυχολόγο, κοινωνιολόγο, κοινωνικό λειτουργό) για εξατομικευμένη συμβουλευτική.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκαν και οι σχολές γονέων. Αποδείχθηκε πολύ λειτουργικό, με αποτέλεσμα σε ένα χρόνο να λειτουργήσουν σχολές γονέων σε όλα τα δημοτικά σχολεία του δήμου και σε δύο γυμνάσια.

Η επιτυχία της λειτουργίας και επέκτασης του θεσμού, οφείλεται στη δημιουργική συνεργασία όλων των παραγόντων (τοπικής αρχής, εκπαίδευσης, εκκλησίας, πολιτών, νέων, εφήβων).

Ο συντονιστής αφουγκραζόμενος τις ανάγκες – κοινωνικές, εκπαιδευτικές, παιδαγωγικές - ενεργούσε ως φορέας ευαισθητοποίησης, επικοινωνίας, συνεργασίας, δημιουργικής επίλυσης του χάσματος μεταξύ γονέων, παιδιών, εκπαιδευτικών και τοπικής αυτοδιοίκησης.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα ήταν αισθητή η διαφοροποίηση της συμπεριφοράς. Το σχολείο ως χώρος «εκπαίδευσης» αγκάλιασε όλη την οικογένεια και δημιούργησε προϋποθέσεις συνεργασίας.

Οι γονείς συνεργάζονταν με τους εκπαιδευτικούς, ανταλλάσσοντας απόψεις για τα παιδιά, στοχεύοντας στην ανάπτυξη της αυτοαντίληψης τους και της συναισθηματικής επικοινωνίας μαζί τους.

Οι εκπαιδευτικοί κατανόησαν την ανάγκη μεγαλύτερου αυτοελέγχου στις σχέσεις τους με τα παιδιά και τη σημασία της βιωματικής εκπαίδευσης για την ανάπτυξη δεξιοτήτων.

Τα παιδιά φάνηκαν πολύ ευχαριστημένα από το γεγονός ότι οι γονείς τους εκπαιδεύονται για να επικοινωνήσουν καλύτερα μαζί τους. Ειδικά οι έφηβοι έδειξαν ιδιαίτερη ευαισθησία στη δημιουργία κλίματος συνεργασίας, αποφεύγοντας την προκλητικότητα στις αντιδράσεις τους (Μπεχράκη, 2002).

Αξιοσημείωτη είναι επίσης, η προσφορά σχετικά με τη συνεργασία οικογένειας και σχολείου των παιδοψυχολόγων Ε. Dowling και E. Osborne στην κλινική Tavistock του Λονδίνου. Στο βιβλίο «Η οικογένεια και το σχολείο», που επιμελούνται, παρουσιάζουν αφενός την εφαρμογή ενός μοντέλου Συμβουλευτικής εργασίας στα σχολεία και αφετέρου την εφαρμογή της θεωρίας συστημάτων στο πεδίο της οικογενειακής θεραπείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου