Subscribe

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες στη σύγχρονη σχολική πραγματικότητα

Το σχολείο αποτελεί πρόκληση για κάθε παιδί, κατά συνέπεια ο εκπαιδευτικός και οι συμμαθητές παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της μάθησης και στην κοινωνικοποίηση. Ο ρόλος του σχολείου στην ψυχική υγεία των παιδιών είναι ιδιαίτερα σημαντικός (Rutter 1980a), καθώς επίσης η επίδραση του στη συμπεριφορά και στη σχολική απόδοση μπορεί να είναι θετική ή αρνητική.

Το σχολείο μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά προς το παιδί, που αντιμετωπίζει προβλήματα προφορικού και γραπτού λόγου, ή να τα επιδεινώσει, ανάλογα με το επίπεδο δεξιοτήτων μάθησης, τη στάση του εκπαιδευτικού και των συνομιλήκων. Οι απαιτήσεις για σχολική απόδοση μπορεί να συμβάλλουν στην εκδήλωση νέων προβλημάτων στο παιδί με δυσκολίες μάθησης. Αντίθετα, η προσαρμογή της εκπ/κής διαδικασίας στις ανάγκες του παιδιού μπορεί να προωθήσει την εξέλιξη και την ψυχική του υγεία.

Στο συνεσταλμένο ως προς την ιδιοσυγκρασία παιδί, η στάση του εκπαιδευτικού και των συνομιλήκων μπορεί να επιδράσει θετικά ή αρνητικά, με αποτέλεσμα την κατάλληλη λειτουργικότητα ή την περαιτέρω απομόνωση.

Μελέτες εστιασμένες στις επιδράσεις του σχολείου (Rutter et al. 1979, Rutter 1980a), έδειξαν ότι μεταξύ των χαρακτηριστικών του σχολείου που επηρεάζουν θετικά τη συμπεριφορά και την απόδοση των μαθητών είναι η ισορροπία ως προς τις δεξιότητές τους, η χρήση επιβραβεύσεων και η αναγνώριση των προσπαθειών τους από τον καθηγητή, το άνετο και ευχάριστο περιβάλλον, οι διαθέσιμες ευκαιρίες για συμμετοχή όλων των μαθητών σε όσα διαδραματίζονται στο σχολείο, η κατάλληλη συμπεριφορά των καθηγητών, οι δεξιότητες χειρισμού της τάξης ομαδικά, καθώς και η συγκεκριμένη και σαφής καθοδήγηση των μαθητών.

Οι διαταραχές λόγου είναι από τα πιο συχνά προβλήματα σε παιδιά ηλικίας 3 έως 16 χρόνων, ανεξάρτητα από άλλες συνυπάρχουσες καταστάσεις (Johnson et al. 1999). Πολλά από τα παιδιά που παραπέμπονται σε παιδοψυχιατρικές υπηρεσίες για προβλήματα συμπεριφοράς στο σχολείο, δυσκολίες στην εκτέλεση των σχολικών καθηκόντων ή συναισθηματικές δυσκολίες, παρουσιάζουν προβλήματα λόγου που δεν αναγνωρίστηκαν (Cohen et al. 1993, Law et al. 2004).
Διαβάστε περισσότερα...

Προβλήματα συμπεριφοράς των παιδιών και ο ρόλος της οικογένειας στην αντιμετώπισή τους

Ο ρόλος της οικογένειας στην ανάπτυξη του ατόμου αποτελεί αντικείμενο διαφορετικών επιστημών. Από ψυχολογικής πλευράς, καθοριστικής σημασίας είναι η ασφάλεια και η στοργή, που παρέχονται στο παιδί από τους γονείς. Η οικογένεια υποστηρίζει την ανάπτυξη του παιδιού από τη βρεφική και νηπιακή ηλικία, μέχρι την ενηλικίωση. Τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν, αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο αυτοέλεγχο και υπευθυνότητα για τις πράξεις τους..

Σε κάθε αναπτυξιακή περίοδο καθοριστική είναι η ποσότητα και η ποιότητα της υποστήριξης από την οικογένεια, η οποία μπορεί να παρεμποδιστεί και να προκληθούν συναισθήματα άγχους και προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά.

Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας αποτελούν καθοριστικό παράγοντα τόσο της φυσιολογικής ανάπτυξης, όσο και της ψυχοπαθολογίας. (Ιεροδιακόνου 1991). Η οικογένεια αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας. Το παιδί επηρεάζει και επηρεάζεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Μέσα στην οικογένεια μαθαίνει να ζει ως μέλος της κοινωνίας. Επίσης μαθαίνει τα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς, τα οποία τείνουν να διατηρούνται σε όλη τη διάρκεια της ζωής.

Το ασταθές οικογενειακό περιβάλλον ( συζυγικές συγκρούσεις, οικονομικά προβλήματα, αγχογόνες καταστάσεις) μπορεί να προκαλέσει αίσθηση ανασφάλειας, χαμηλή αυτοεκτίμηση, συναισθήματα θυμού και δυσκολία δημιουργίας στενών διαπροσωπικών σχέσεων.

Ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν ότι τα παιδιά που ζουν με τον ένα γονέα εμφανίζουν συχνότερα συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα, σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό, κυρίως όταν δεν υπάρχει ευρύτερο υποστηρικτικό περιβάλλον. Ωστόσο, η διαφορετική δομή της οικογένειας δεν αποτελεί πρόβλημα, όταν οι σχέσεις μεταξύ των μελών είναι θετικές (Β.Α Παπαγεωργίου, 2005).
Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Η Συμβουλευτική Γονέων σε ομάδες και η σημασία της για την προώθηση της συνεργασίας οικογένειας-σχολείου

1.Ιστορική αναδρομή στις Σχολές Γονέων
Ο Γονέας, ως πολίτης της οικουμένης ζει τον απόηχο της εποχής μας, που του ξημερώνει καθημερινά πολέμους, φτώχεια, κοινωνικά προβλήματα, όλα κοντινά, δίπλα του, τόσο μικρός είναι πια ο κόσμος, τόσο κοινή η μοίρα μας. Σαν τέτοιος πολίτης λοιπόν δέχεται τα μηνύματα σοβαρών ανακατατάξεων ενεργοποιείται, συμπάσχει και συμμετέχει κατά διάθεση, δύναμη και πίστη.

Ως φορέας μιας μικρότερης κοινωνικής ομάδας εργάζεται, παλεύει και αποκτά την πρόσθετη ιδιότητα να μεγαλώνει παιδιά. Για το ρόλο του αυτό, οι επιστήμες της Ψυχολογίας και της Κοινωνιολογίας εναποθέτουν στους ώμους του ευθύνες σημαντικές. Οι ευθύνες αυτές χρωματίζονται συναισθηματικά, από τη στιγμή που τοποθετούνται στην πιο στενή ανθρώπινη σχέση γονέα-παιδιού, μέσα στο πλαίσιο της παραπαίουσας, για γενικότερους λόγους, οικογενειακής ομάδας.

Η επιστήμη της Ψυχολογίας σε ότι αφορά το έργο της Συμβουλευτικής Γονέων, γίνεται αρωγός στους προβληματισμούς των ανθρώπων, που αγωνιούν για το μέλλον των παιδιών τους και τη δόμηση καλύτερων σχέσεων μαζί τους, ώστε να τα παραδώσουν στην κοινωνία ολοκληρωμένες προσωπικότητες με την απαραίτητη ψυχική ισορροπία.

Με τη γνώση και τη συμπαράσταση της επιστήμης, ο άνθρωπος πασχίζει να εξισορροπήσει τον εαυτό του, να καταλάβει τις ανθρώπινες σχέσεις του, δημιουργικές ή βασανιστικές, να προσδιορίσει το μέλλον του ελευθερωμένος όσο μπορεί από φορτία περασμένων βιωμάτων ή σύγχρονων συνθηκών ζωής.

Η συμπαράσταση της επιστήμης αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την «Πρόληψη». Παρόλο, ότι υπάρχει στις μέρες μας μεγάλη πρόοδος των επιστημών στους τομείς διάγνωσης και θεραπευτικής, η «πρόληψη», είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος τομέας, για την ανθρώπινη ύπαρξη και την πορεία που θα ακολουθήσει, προσφέροντας αμυντική θωράκιση.

Πολλοί επιστήμονες, ψυχίατροι, ψυχολόγοι υπογραμμίζουν τη σημασία των πρώιμων εμπειριών και βιωμάτων του ατόμου, για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Η άποψη αυτή επαληθεύεται καθημερινά μέσα από τη μελέτη προβληματικών περιστατικών στον ψυχιατρικό τομέα.

Η ανάγκη της πρόληψης καθώς δένεται με την παιδική ηλικία, γίνεται κραυγαλέο δικαίωμα του ατόμου να διεκδικήσει τη θεμελίωση της προσωπικότητας και της πορείας του, σε δρόμους βατούς με υποστηλώματα ψυχικής αντοχής.

Οι επιστήμες που ασχολούνται με τη μελέτη των ανθρωπίνων σχέσεων (ψυχολογία, κοινωνιολογία, παιδαγωγική), αναγνωρίζουν ότι η οικογένεια και το σχολείο, αποτελούν τα δύο πιο σημαντικά «συστήματα» για την ανάπτυξη και κοινωνικοποίηση του παιδιού.

Το σύστημα της οικογένειας και του σχολείου, καθώς και οι σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης που διαμορφώνονται ανάμεσα στα μέλη του κάθε «πλαισίου» ξεχωριστά, σχετίζονται με τη γνωστική και ψυχο-κοινωνική εξέλιξη του παιδιού.

Η συνεργασία οικογένειας – σχολείου με κοινό ενδιαφέρον τους το παιδί-μαθητή, αποτελεί μια αναγκαιότητα της εποχής, η οποία αναγνωρίζεται από τους γονείς πρωταρχικά, οι οποίοι βιώνουν έντονα τη ρευστότητα του κοινωνικού πλαισίου.

Οι δυσκολίες (χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο, προβλήματα συμπεριφοράς, κ.ά.), που παρουσιάζουν τα παιδιά στη διάρκεια της αναπτυξιακής τους πορείας, συνοδεύεται συχνά από μια κρίση σ’ ένα από τα δύο συστήματα και μια τάση ενοχοποίησης του ενός από το άλλο (Μπίμπου-Νάκου, 2001, «Εισαγ. Dowling - Osborne, Οικογένεια και το σχολείο).

Έχει αποδειχθεί από την ίδια την εμπειρία της σημερινής σχολικής πραγματικότητας, ότι όσο υπάρχει αυτό το κλίμα, τόσο περισσότερο εγκλωβίζεται το παιδί, με αποτέλεσμα την ανασφάλεια του, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση του, μέσα από την ανυπαρξία υποστηρικτικού πλαισίου.

Το 1928 ιδρύθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι σχολή γονέων καθώς και άλλοι οργανισμοί που απέβλεπαν στην προσφορά βοήθειας προς τους γονείς στον εκπαιδευτικό τους ρόλο στην οικογένεια. Γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν σε όλη τη Γαλλία και εξαπλώθηκαν και σε άλλες χώρες του κόσμου.

Το 1964 ιδρύθηκε στη Γαλλία η «Διεθνής Ομοσπονδία Γονέων», (International Federation for Parents Education – IFPE). Η ανάπτυξη αυτής της ομοσπονδίας και η εξάπλωση της συνέβαλαν στην ευρύτερη αναγνώριση για τις δραστηριότητές της παγκοσμίως.

Το 1978 συστήθηκε η «Διεθνής Ομοσπονδία για την Εκπαίδευση Γονέων», ενώνοντας σωματεία και οργανισμούς από διάφορες χώρες. Αυτή η ομοσπονδία ήλθε να νομιμοποιήσει ένα διεθνές σταυροδρόμι συλλογικότητας στην εκπαίδευση και ανάπτυξη της οικογένειας.

Ο σκοπός της IFPE είναι να βοηθήσει την οικογένεια να εκπληρώσει τον εκπαιδευτικό της ρόλο. Κι’ αυτό γιατί το να είναι κανείς γονιός δεν μπορεί να παραμείνει, όπως μέχρι πρότινος, απλώς μια υπόθεση παράδοσης και εξουσίας.

Η εξέλιξη της οικογένειας, τα εμπόδια κατανόησης μεταξύ διαφόρων ηλικιακών ομάδων, η αλλαγή των αξιών στην κοινωνία (παγκοσμιοποίηση), είναι μερικές από τις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι γονείς.

Η IFPE προσπαθεί να γίνει ο καταλύτης αυτών των προσπαθειών, λαμβάνοντας μέρος στη διεθνή καθοδήγηση και συνεισφέροντας στη συνεχή βελτίωση και εξέλιξη του γονεϊκού ρόλου.

Η Διεθνής Ομοσπονδία επιχειρεί να καλλιεργήσει τους δεσμούς μεταξύ των γονέων σε παγκόσμια κλίμακα, ώστε μέσω επαφών, σχεδιασμένων ερευνών και μελετών να γίνει αρωγός των σχολών γονέων.

Η IFPE ένωσε περισσότερα από 60 σωματεία από 40 χώρες. Η IFPE είναι μέλος του Οικονομικού Συμβουλίου των Ηνωμένων Εθνών, της Unicef και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Στη χώρα μας η επίσημη ίδρυση των «σχολών γονέων» έγινε το 1962 από τη Μαρία Χουρδάκη, Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, η οποία συνεργαζόταν άμεσα με την IFPE. Η Μ. Χουρδάκη οργάνωσε πολλά παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα, τα οποία υπάγονταν σε έναν πανελλήνιο σύνδεσμο που προωθούσε τη μεταξύ τους ενότητα.

Η ανεπάρκεια σε επιστημονικό προσωπικό και η έλλειψη κρατικής οικονομικής βοήθειας ανέστειλαν την καλπάζουσα ανάπτυξη των σχολών γονέων από τη δεκαετία του 1980.

Στο μεταξύ, την ενημέρωση των γονέων ανέλαβαν ιατροπαιδαγωγικά κέντρα, κοινωνικές υπηρεσίες, νομαρχιακές επιτροπές επιμόρφωσης, εκπαιδευτικοί, επιστημονικές εταιρείες, η εκκλησία, τα ΜΜΕ και άλλοι φορείς. Ωστόσο το αίτημα για ανάπτυξη της αυτοεικόνας του γονέα και διαφοροποίηση της στάσης του παρέμενε. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ανέτειλε για άλλη μια φορά πιο ώριμο το αίτημα της αξιοποίησης του θεσμού και της επέκτασής του. Έπειτα από εκατοντάδες αιτήματα δημοτών και τοπικών αρχών άρχισε προς το τέλος του 1999 να δημιουργείται ένας γόνιμος πυρήνας επιστημόνων, με σκοπό την προώθηση του θεσμού (Μπεχράκη, 2002).

Η επίσημη αναγνώριση από την πολιτεία των σχολών γονέων έγινε τον Ιούνιο του 1998 με θέσπιση νόμου (ΦΕΚ 2621) από τον Υπουργό Εσωτερικών και Παιδείας έπειτα από πρόταση του συμβούλου Τ. Λέρτα. Με το νόμο αυτόν δίνεται η έγκριση σε δήμους και συλλόγους γονέων να οργανώσουν σχολή γονέων.

Τον Οκτώβριο του 1999 η πανεπιστημιακή κοινότητα προσυπογράφει την προώθηση του θεσμού. Με τη συνεργασία της Επιστημονικής Επιτροπής Σχολών Γονέων (υπεύθυνη: Κ. Μπεχράκη), τους τομείς Παιδαγωγικής (υπεύθυνος: Γ. Κρουσταλάκης) και Ψυχολογίας (υπεύθυνος: Η. Μπεζεβέγκης) οργανώνεται ένα από τα μεγαλύτερα συνέδρια που αφιερώνεται στην προσφορά της Μ. Χουρδάκη με τίτλο «Σχολές γονέων: επιστημονική παρέμβαση στις προκλήσεις της σύγχρονης οικογένειας, εμπειρίες – προοπτικές» (Μπεχράκη, 2002).

Από το 1996 - 2000 η Κατερίνα Μπεχράκη οργάνωσε σε πολλούς δήμους της Αττικής τμήματα σχολών γονέων.

O όρος «σχολή» προέρχεται από την αντίστοιχη ξένη ορολογία «ecole» ή «school» (ecole de parents ή education of parents) όπως έχει επικρατήσει διεθνώς. Χρησιμοποιούνται επίσης και άλλοι τίτλοι, οι οποίοι παραπέμπουν στην ίδια φιλοσοφία και σε συναφή χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως «εκπαίδευση γονέων», «ομάδα γονέων», «προγράμματα για γονείς», «επιμόρφωση γονέων», «ευαισθητοποίηση γονέων» κ.ά. (Κ. Μπεχράκη, 2002).

Το Υπουργείο Παιδείας δημιούργησε μέσω της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων τις Σχολές Γονέων.Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται το επιμορφωτικό πρόγραμμα «Συμβουλευτική Γονέων», το οποίο υλοποιείται πιλοτικά σε κάποιους νομούς της χώρας το 2004. Την επόμενη χρονιά 2005, το πρόγραμμα επεκτείνεται σε όλους τους νομούς της χώρας και προβλέπεται να διαρκέσει μέχρι το 2008.

Το συγκεκριμένο πρόγραμμα σχεδιάστηκε και εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων και υλοποιείται από το Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Το παρόν έργο εντάσσεται στο 2ο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης του Υπουργείου Παιδείας και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο κατά 75%.

Το έργο όμως της Συμβουλευτικής Γονέων σε ομάδες, προωθείται και από το Συμβουλευτικό Σταθμό Νέων, φορέα του Υπουργείου Παιδείας, που δραστηριοποιείται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Στο Νομό μας, το έργο ξεκίνησε τη σχολική χρονιά 2003 -2004.

Η Υπουργική απόφαση σχετικά με το έργο των Συμβουλευτικών Σταθμών, εκτός των άλλων αναφέρει σε παράγραφο συναφή με το θέμα μας:
Η Συμβουλευτική Γονέων: «Με τη συμμετοχή τους οι γονείς θα ενημερωθούν σε θέματα που ενδιαφέρονται, θα ανταλλάξουν εμπειρία, θα συνειδητοποιήσουν ότι ο ρόλος του γονέα μαθαίνεται κάνοντας λάθη και αποκτώντας εμπειρία, θα ανταποκριθούν στις ανάγκες του εφήβου κατανοώντας τη συμπεριφορά του και θα ενισχυθούν για να αντιδράσουν θετικά. Είναι γνωστό ότι και οι ίδιοι οι γονείς περνούν μια έντονη κρίση σε προσωπικό επίπεδο στο εξελικτικό στάδιο της εφηβείας των παιδιών τους. Τέλος η εκπαίδευση των γονέων στην ομάδα βοηθά την προσωπική τους ανάπτυξη, οι γονείς αποκτούν δεξιότητες, ενδυναμώνονται στο γονεϊκό τους ρόλο και γίνονται συμπαραστάτες και αποτελεσματικοί συνεργάτες στην εκπαιδευτική διαδικασία».

Επειδή εργάζομαι στο συγκεκριμένο φορέα, έτυχε να έχω και την πρωτοβουλία της οργάνωσης τριών τμημάτων που λειτούργησαν στο χώρο του Συμβουλευτικού Σταθμού.

Η ενασχόληση μου με το συγκεκριμένο έργο, μου αποκάλυψε ένα πλούτο γνώσεων και εμπειριών, σχετικά με τη δυναμική των ενδο-οικογενειακών σχέσεων και την ανάγκη συμπαράστασης που έχουν οι γονείς, σε μια ολοένα αυξανόμενη κοινωνική πολυπλοκότητα της σημερινής εποχής, η οποία δυσχεραίνει τις διαπροσωπικές σχέσεις σε όλα τα επίπεδα.

Την επόμενη σχολική χρονιά (2004-05), που συμμετείχα στο πρόγραμμα του Ινστιτούτου Διαρκούς Επιμόρφωσης Ενηλίκων, ως εκπαιδεύτρια, τα βήματα μου θεωρώ, ότι έγιναν πιο σίγουρα και σταθερά, καθώς επαληθεύτηκαν πολλές από τις προσδοκίες για την αποτελεσματικότητα του έργου.
Διαβάστε περισσότερα...
2. Η αναγκαιότητα της «συμβουλευτικής γονέων
Η συμβουλευτική γονέων απευθύνεται σε όλους τους γονείς που ενδιαφέρονται να βοηθήσουν τα παιδιά τους να είναι ευτυχισμένα και παραγωγικά στη ζωή τους. Εκτός από τις οικογένειες με δύο συζύγους, μπορεί να βοηθήσει τους γονείς χωρίς σύντροφο, τους «εν δυνάμει» γονείς, γονείς παιδιών με παραβατική συμπεριφορά, γονείς που έχουν κακομεταχειριστεί ή παραμελήσει τα παιδιά τους, γονείς παιδιών που συστηματικά απουσιάζουν από το σχολείο, γονείς παιδιών που κάνουν χρήση ναρκωτικών κ.ο.κ.

Οι κύριοι στόχοι της συμβουλευτικής γονέων συνοψίζονται στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των γονέων σε θέματα που αφορούν στην κοινωνικοποίηση και ανάπτυξη των παιδιών τους, θέματα αντιμετώπισης προβλημάτων συμπεριφοράς και μάθησης, καθώς και εμπλοκής τους σε θέματα εκπαίδευσης, ενισχυτικής προς το έργο των εκπαιδευτικών (Εκπαιδ. υλικό ΙΔΕΚΕ, 2005).

Η επιστημονική έρευνα και η εξελικτική ψυχολογία επισημαίνουν την καθοριστική επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και της προσωπικότητας του παιδιού. Η κατανόηση των συναισθηματικών και αναπτυξιακών αναγκών του παιδιού και η εξασφάλιση θετικού κλίματος στο επίπεδο των συντροφικών – γονεϊκών σχέσεων επηρεάζουν και προάγουν την ψυχική του υγεία (Μπεχράκη, 2002).

Για να αντιμετωπισθούν ικανοποιητικά οι ανάγκες αυτές των παιδιών, θα πρέπει οι γονείς να γνωρίζουν καλύτερους τρόπους προσέγγισης και επικοινωνίας μαζί τους. Η επιδεξιότητα των γονέων σε επικοινωνιακές και συμβουλευτικές δεξιότητες εμφανίζεται ως θεμελιώδης στην προσπάθεια αυτή. Αν οι γονείς δημιουργήσουν καλές διαπροσωπικές σχέσεις με τα παιδιά τους, βασισμένες στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, την εκτίμηση και τον αλληλοσεβασμό, θα μπορέσουν να λειτουργήσουν και ως σύμβουλοι γι’ αυτά. Με τον όρο «σύμβουλοι» νοούνται οι γονείς που παρέχουν ψυχολογική στήριξη, η οποία συμβάλλει στην προσωπική και κοινωνική εξέλιξη των παιδιών τους (Μαλικιώση - Λοίζου, 2001).
Διαβάστε περισσότερα...
3. Χαρακτηριστικά των ομάδων Συμβουλευτικής Γονέων
  • Το μέγεθος της ομάδας πρέπει να είναι μικρό. Θα πρέπει να περιλαμβάνει περίπου 15 το πολύ 20 άτομα, έτσι ώστε να μπορούν όλοι να συμμετέχουν ενεργά στη συζήτηση. Ο συντονιστής είναι το ίδιο πρόσωπο καθ’ όλη τη διάρκεια των συναντήσεων και σκοπός του είναι να παρακινεί τους γονείς, ώστε να παρουσιάζουν τα θέματα που τους απασχολούν.
  • Η έμφαση στις ομάδες γονέων πρέπει να είναι πάντα σε συνήθη εξελικτικά θέματα, που μπορεί να αντιμετωπίζουν και όχι σε παθολογικά. Θα ήταν χρήσιμο, στο ξεκίνημα της ομάδας οι συντονιστές να δώσουν παραδείγματα θεμάτων και να καταρτίσουν ένα κατάλογο με θέματα προς συζήτηση που απασχολούν τους γονείς. Τα θέματα θα πρέπει να είναι κοινά, ώστε οι γονείς να νιώσουν πιο άνετα να μιλήσουν γι’ αυτά.
  • Oι συναντήσεις πραγματοποιούνται μία φορά την εβδομάδα σε σταθερή μέρα και ώρα και η διάρκεια της συνάντησης συμφωνείται από όλους, να είναι περίπου δύο ώρες.
  • Η πρώτη συνάντηση, στη διάρκεια της οποίας γίνεται η έναρξη των εργασιών, είναι καθοριστική για το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των μελών της ομάδας, ώστε να επικοινωνήσουν λειτουργικά. Στο στάδιο αυτό συμπεριλαμβάνεται, η γνωριμία των μελών, εγκαθίσταται η εμπιστοσύνη, συζητείται η ανάληψη ευθύνης, καθορίζονται οι προσδοκίες, καθώς και διαδικαστικά ζητήματα, όπως ο αριθμός των συναντήσεων. Επίσης προσδιορίζονται κάποιοι κανόνες λειτουργίας και τίθενται κάποια όρια. Ο σύμβουλος είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία, ενός κλίματος ζεστασιάς με σκοπό να διευκολύνει την αυτοαποκάλυψη των γονέων.
  • Στη δεύτερη συνάντηση συνήθως η ομάδα «κλείνει». Αυτό σημαίνει, ότι η συμμετοχή των μελών είναι σταθερή στον αριθμό της, δεν γίνεται αποδεκτή η είσοδος σε άλλους και παράλληλα όλοι δεσμεύονται για την παρουσία τους.
  • Οι πρώτες συναντήσεις της ομάδας, χαρακτηρίζονται ως «μεταβατικό στάδιο» (Μαλικιώση-Λοϊζου, 2005) : Στο στάδιο αυτό ο σύμβουλος προσπαθεί να αντιμετωπίσει την αντίσταση των μελών της ομάδας, να χειριστεί το άγχος και να ελέγξει τις συγκρούσεις που μπορεί να προκύψουν.
  • Από τη στιγμή που τελειώνει το «μεταβατικό στάδιο» μέχρι την τελευταία συνάντηση, κύριο μέλημα του συμβούλου θα πρέπει να είναι η «συνοχή» της ομάδας, μέσα από την οποία να επιτευχθούν, οι στόχοι που αρχικά είχαν τεθεί.
  • Μέσα στην ομάδα ο σύμβουλος πρέπει να προσφέρει τη δυνατότητα στο άτομο να δει τα πράγματα ρεαλιστικά, να κερδίσει ανατροφοδότηση, ενσυναίσθηση, συμπαράσταση, εμψύχωση, να μοιραστεί ιδέες, συναισθήματα, να πειραματιστεί, να νιώσει ότι ανήκει κάπου.
  • Το μεγαλύτερο όφελος της ομαδικής συμβουλευτικής, είναι η προώθηση της ολοκλήρωσης του ατόμου. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου, είναι η δημιουργία κλίματος αποδοχής, με ευθύνη του συμβούλου, έτσι ώστε να μπορέσουν τα μέλη της ομάδας να εξερευνήσουν τις αντιδράσεις προς τα υπόλοιπα μέλη και να δουν με ποιο τρόπο οι ενέργειες τους επηρεάζουν τους άλλους. Αναφερόμαστε λοιπόν στη δυνατότητα επίδρασης στην αλλαγή στάσης και συμπεριφοράς κάθε μέλους της ομάδας μέσα από τη δυναμική της.
  • Η τελευταία συνάντηση : Ρόλος του συμβούλου είναι να υπενθυμίσει στα μέλη πότε είναι η τελευταία συνάντηση, έτσι ώστε να υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία. Ο σύμβουλος θα πρέπει να εστιάσει σε κάποια θέματα που εκκρεμούν, να κάνει ατομικές αξιολογήσεις για τον καθένα ξεχωριστά, να παροτρύνει τα μέλη, ώστε να εκφράσουν τις απόψεις και τις εντυπώσεις τους από όλη τη διαδικασία, καθώς και τα συναισθήματα που τους προκαλεί η λήξη των συναντήσεων.
  • Ο σύμβουλος είναι καλό να αναφερθεί στις δικές του εκτιμήσεις για την πορεία της ομάδας, τη συμμετοχή του κάθε μέλους ξεχωριστά, εστιάζοντας κυρίως στα θετικά χαρακτηριστικά του κάθε γονέα, και τον τρόπο που αυτά διευκόλυναν την πορεία όλης της ομάδας, συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους. Ο στόχος αυτής της τοποθέτησης είναι η ενδυνάμωση των γονέων και η ανατροφοδότησή τους.
  • Η αναφορά του συμβούλου στα δικά του συναισθήματα και τις εμπειρίες που απεκόμισε από την εμπλοκή του στη συγκεκριμένη ομάδα, είναι επίσης ανατροφοδοτική και οφείλει να χαρακτηρίζεται από γνησιότητα.
Διαβάστε περισσότερα...
4. Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του εκπαιδευτή-συμβούλου
Ο ρόλος του εκπαιδευτή στην ομάδα είναι πολυδιάστατος: εμψυχωτικός, διδακτικός, ερευνητικός, με δεξιότητες για δημιουργία θετικών ανθρώπινων σχέσεων, με δυνατότητες αναγνώρισης των προσωπικών προσδοκιών και των συναισθημάτων των άλλων και ικανότητα δημιουργίας ευκαιριών, ώστε να αναδειχθεί ο ψυχοπνευματικός πλούτος και η δημιουργική έκφραση (Μπεχράκη, 2002).

Η μεγαλύτερη διάσταση της προσέγγισης που θα υιοθετηθεί, αφορά τους ρόλους συμβούλου – γονέα: είναι ο σύμβουλος κυρίαρχος ή τα δυο αυτά σκέλη λειτουργούν ισοδύναμα ; Την πρώτη θέση την υποστηρίζει η συμπεριφοριστική συμβουλευτική κατεύθυνση, ενώ τη δεύτερη την ασπάζεται η ανθρωπιστική συμβουλευτική κατεύθυνση. Οι περισσότεροι σύμβουλοι υιοθετούν μια στάση ανάμεσα σε αυτές τις δύο, παρουσιάζοντας γνώση, παρέχοντας συμβουλές, αλλά τονίζοντας ότι η ευθύνη βρίσκεται στα χέρια των γονέων για οποιαδήποτε ενέργεια ή απόφασή τους (Μαλικιώση-Λοϊζου, 2001).

Οι μαρτυρίες από διάφορες ερευνητικές προσπάθειες συγκλίνουν στο συμπέρασμα, ότι υπάρχουν καταρχήν κάποια γνωρίσματα, που πρέπει να διαθέτει ένας σύμβουλος απαραίτητα, προκειμένου να λειτουργήσει με επιτυχία στο ρόλο του: ενσυναίσθηση, γνησιότητα, ειλικρίνεια, σεβασμό και ζεστασιά. Πέρα από αυτά ένας καλός σύμβουλος διακρίνεται από ευφυϊα, ενδιαφέρον για το συνάνθρωπό του, ανθρωπιά και αξιοπρέπεια, χιούμορ, αποδοχή του εαυτού του, ανοχή σε ασαφείς διφορούμενες καταστάσεις (Μαλικιώση-Λοϊζου, 2001).

Για να γίνει κάποιος επιτυχημένος σύμβουλος σχολών γονέων χρειάζεται πέρα από ένα πτυχίο στις ανθρωπιστικές επιστήμες (παιδαγωγικά, ψυχολογία, κοινωνιολογία), να έχει εξειδικευμένες σπουδές (π.χ. επιμόρφωση, μεταπτυχιακό πρόγραμμα) σε αρχές και τεχνικές της γονικής-οικογενειακής ψυχολογίας. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να γνωρίζει θεωρίες και τεχνικές που χρησιμοποιεί η συμβουλευτική ψυχολογία στην ατομική ή την ομαδική συμβουλευτική. Να έχει την ικανότητα χρησιμοποίησης διαφόρων δεξιοτήτων στη συζήτηση. Να έχει την ικανότητα δημιουργίας μιας εποικοδομητικής συμβουλευτικής σχέσης και τέλος να μπορεί να αναγνωρίζει τα άτομα εκείνα, που πρέπει να παραπεμφθούν σε άλλους ειδικούς λόγω της φύσης του προβλήματος, που αντιμετωπίζουν.
Διαβάστε περισσότερα...